- κοπροβολεῖον
- κοπροβολεῖονdunghillneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπροβολείον — κοπροβολεῑον, τὸ (Μ) 1. τόπος όπου συνήθως ρίχνουν ακαθαρσίες, κοπρώνας 2. αφοδευτήριο, αποχωρητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπροβόλος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κοπροβολῶ] … Dictionary of Greek